παγκαταγέλαστος

παγκαταγέλαστος
παγκαταγέλαστος, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι αντικείμενο γενικού χλευασμού, καταγέλαστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκαταγέλαστον
η ιδιότητα τού παγκαταγέλαστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + καταγέλαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”